- πίθος
- πίθος: large earthen jar, for wine or oil, Od. 23.305, Od. 2.340. (Sometimes half buried in the earth, as seen in cut No. 64.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πίθος — large wine jar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίθος — I Δήμος της αρχαίας Αττικής, που πιθανόν να βρισκόταν κοντά στην Κηφισιά. Ο δημότης του ονομαζόταν Πιθεύς ή Πιθεεύς. II Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Θιναλείου … Dictionary of Greek
Ἄπληστος πίθος. — ἄπληστος πίθος. См. Бездонная бочка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ τῶν Δαναίδων πίθος. — См. Бочка Данаид … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πίθοιν — πίθος large wine jar masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίθοισιν — πίθος large wine jar masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίθους — πίθος large wine jar masc acc pl πίθων little ape masc acc pl πιθόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίθων — πίθος large wine jar masc gen pl πίθων little ape masc nom/voc sg πιθόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πιθόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίθῳ — πίθος large wine jar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από … Dictionary of Greek